αποκουμπώ

αποκουμπώ
κ. απακουμπώ (-άω) (Μ ἀπακουμπῶ)
στηρίζομαι κάπου
νεοελλ.
1. τοποθετώ, στηρίζω κάτι σ' ένα σημείο
2. αποθέτω το φορτίο μου και ξεκουράζομαι
3. ξαπλώνω για να αναπαυθώ ή να κοιμηθώ
4. βρίσκω περίθαλψη ή προστασία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποκουμπώ — ησα 1. αποθέτω, αφήνω: Αποκούμπησε το ραβδί του στο πεζούλι και κάθισε. 2. στηρίζομαι, καταφεύγω: Αν φύγουν τα παιδιά, πού θα αποκουμπήσουν οι γέροι; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποκούμπι — κ. ανακούμπι, το 1. το μέρος ή το σημείο όπου μπορεί κανείς ν ακουμπήσει, να στηριχθεί 2. (για πρόσωπα) καταφύγιο, προστασία 3. (για κτήμα, χρήματα κ.λπ.) ενίσχυση, εξασφάλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκουμπώ, υποχωρητικά κατά το σχήμα κυνηγώ κυνήγι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”